ελαιοπυρήνας

ελαιοπυρήνας
ο
1. ο πυρήνας, το κουκκούτσι τής ελιάς, το λιοκούκκουτσο
2. τα στερεά υπολείμματα ελαιοκάρπου που απομένουν μετά την έκθλιψη τού λαδιού, κν. λιοκόκκια (βλ. και ελαιόπιτα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελαιοπυρήνας — ο 1. ο πυρήνας της ελιάς, το κουκούτσι της, το λιοκούκουτσο. 2. η ελαιόπιτα (βλ. λ.), τα λιοκόκκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • λιοκούκουτσο — και λιοκούκουδο, το το κουκούτσι τής ελιάς, ο ελαιοπυρήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + κουκούτσι / κούκουδο] …   Dictionary of Greek

  • λιοκόκκι — το 1. κουκούτσι ελιάς, ελαιοπυρήνας 2. ελαιόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + κόκκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”